- κουπρένιο
- τοχημ. προϊόν πολυμερισμού τού ακετυλενίου με τη χρήση σπογγώδους χαλκού ως καταλύτη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cuprene < γαλλ. cupr- (< μτγν. λατ. cupr- < λατ. cuprum «χαλκός» < λατ. [aes] Cyprium < Κύπρος) + κατάλ. -ene].
Dictionary of Greek. 2013.